γυναικονομία

γυναικονομία
γυναικονομίᾱ , γυναικονομία
office of
fem nom/voc/acc dual
γυναικονομίᾱ , γυναικονομία
office of
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυναικονομία — γυναικονομία, η (Α) [γυναικονόμος] 1. αξίωμα τού γυναικονόμου 2. πρόνοια για τα ήθη και την ευκοσμία τών γυναικών …   Dictionary of Greek

  • γυναικονομίαν — γυναικονομίᾱν , γυναικονομία office of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”